στοχαστικός

στοχαστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. συνετός, μυαλωμένος.
2. αυτός που ενεργεί ή μιλάει με περίσκεψη: Στοχαστικός άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοχαστικός — skilful in aiming at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστικά — στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc pl στοχαστικά̱ , στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc/acc dual στοχαστικά̱ , στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικώτερον — στοχαστικός skilful in aiming at adverbial comp στοχαστικός skilful in aiming at masc acc comp sg στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικῶν — στοχαστικός skilful in aiming at fem gen pl στοχαστικός skilful in aiming at masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικόν — στοχαστικός skilful in aiming at masc acc sg στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικαῖς — στοχαστικός skilful in aiming at fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικαί — στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικοῖς — στοχαστικός skilful in aiming at masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικοί — στοχαστικός skilful in aiming at masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”